* Ο όρος Κυβερνοπτικό αποτελεί δικό μου νεολογισμό…. ουσιαστικά προσδιορίζει το σύνολο των μηχανισμών προσομοίωσης των επιτηρησιακών διαδικασιών, που μετατρέπουν το σώμα ως αντικείμενο επιτήρησης σε κυβερνοσώμα. Στο κυβερνοσώμα μηχανικά, οργανικά και πληροφοριακά μέρη γίνονται δυσδιάκριτα, με αποτέλεσμα τη μετάλλαξη του πανοπτικού σε μία κυβερνητική μηχανή ελέγχου της κοινωνίας. Τη μηχανή αυτή θα ονομάζουμε Κυβερνοπτικό. Από τη συζήτηση που θα ακολουθήσει ελπίζουμε ο όρος να γίνει κατανοήσιμος…..
….. Στην παραδοσιακή οργάνωση των σχέσεων εξουσίας η άσκηση της πειθαρχίας θεσμίζεται ως ένα «δίκτυο σχέσεων» ιεραρχικής επιτήρησης (βιόκοσμος) κάθετα και οριζόντια αλλά και αντίστροφα, που δίνει «σταθερότητα στο σύνολο», το οποίο «καλύπτει ολότελα με στοιχεία εξουσίας, που στηρίζονται το ένα στο άλλο: επιτηρητές συνέχεια επιτηρούμενοι.» (Foucault 1989: 235) Οι σχέσεις αυτές συμπυκνώνονται στην Αρχιτεκτονική του Πανοπτικού, που συντελεί στη «αναμόρφωση» και «μεταμόρφωση των ατόμων» μέσω της διαρκούς ταξινόμησης, παρακολούθησης, μέτρησης και κανονικοποίησης της προσωπικότητας τους. Στο πλαίσιο του Πανοπτικού η πειθαρχική εξουσία λειτουργεί με δύο τρόπους: τη μορφή της δυαδικής αξιολόγησης, καταγραφής και κανονικοποίησης των ατόμων (τρελός – μη-τρελός, φυσιολογικός – μη-φυσιολογικός, επικίνδυνος – ακίνδυνος, κλπ) και τη μορφή του «καταναγκαστικού προσδιορισμού» (ποιος είναι, που πρέπει να βρίσκεται, πως αναγνωρίζεται, πως επιτηρείται κλπ). Οι πρακτικές αυτές θεσμίζονται σταδιακά στον κλάδο της οργανωτικής ή βιομηχανικής κοινωνιο-ψυχολογίας που προσεγγίζει τις εργασιακές οργανώσεις ως κοινωνικο-ψυχικά συστήματα παρά ως τα μηχανοποιημένα τμήματα του εργοστασίου της Επιστημονικής Διοίκησης.
Μέσω της γεωμετρικής εγκατάστασης των σωμάτων στο χώρο η εξουσία τελειοποιείται μεγιστοποιώντας τόσο τη δύναμη επιτήρησης όσο και τον αριθμό αυτών οι οποίοι επιτηρούνται. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στην εξουσία να δρα προληπτικά, αδιάλειπτα και αυτόματα οδηγώντας στη διαρκή εσωτερίκευση της. (Foucault 1989: 264-271) Έτσι ο απομονωμένος, διαρκώς ορατός επιτηρούμενος αποτελεί «αντικείμενο μίας πληροφόρησης, ποτέ υποκείμενο μίας επικοινωνίας»
Για τους Ericson & Haggerty η βιοεξουσία εγχειρηματοποιείται στους κοινωνικούς χώρους ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία των πολιτών, συνδέοντας τους ανθρώπους με τη λογική της νόρμας. Στις σύγχρονες πρακτικές επιτήρησης και ελέγχου «η νόρμα αυτή συνδέεται με τις εκτιμήσεις για το ρίσκο, με τις στατιστικές πιθανότητες και επομένως με τις συμπεριφορές που παρατηρούνται ή εξομοιώνονται
Α. Σύμφωνα με το Foucault οι πειθαρχικές μέθοδες οδηγούν στην ανάπτυξη τεσσάρων τύπων ατομικότητας ή ατομικότητας με τέσσερα χαρακτηριστικά: Κυψελική ατομικότητα, που διαμορφώνεται στο επίπεδο της χωρικής κατανομής των δραστηριοτήτων – Οργανικής ατομικότητας, η οποία διαμορφώνεται στο επίπεδο της κωδικοποίησης των δραστηριοτήτων – Γεννετικής, που καθορίζεται στο επίπεδο της οργάνωσης και συσσώρευσης του χρόνου και της Συνδυαστικής που σχετίζεται με τη σύνθεση των δυνάμεων. Στους τύπους αυτούς αντιστοιχούν αντίστοιχες τεχνικές εξουσίας: οι Πίνακες, η Άσκηση και το Γυμνάσιο, οι Τακτικές. Οι τακτικές είναι η επιστήμη της οργάνωσης, διάταξης και κίνησης των στρατευμάτων. Θα λέγαμε στον 20ο αιώνα αυτές οργανώθηκαν κάτω από τον κλάδο του Επιστημονικού Μανατζμεντ.Θυμίζουμε ότι ο Foucault εντάσσει την ιεραρχική επιτήρηση (πειθαρχικό σύστημα), την τιμωρία (δικαστικό σύστημα) και την εξέταση (επιστήμη) στα τρία μέσα ορθής εκγύμνασης των σωμάτων. (Foucault 1989: 227-258)
Αυτή είναι και μία από τις διαφορές του Κυβερνοπτικού το οποίο στοχεύει στην επικοινωνία και τον έλεγχο των συστημάτων όχι απλά τη διαρκή παρακολούθηση του. Βλέπε την ανάλυση που ακολουθεί στη συνέχεια.
Η δόμηση της εξουσίας στο Πανοπτικό, συντελεί στη «αναμόρφωση» και «μεταμόρφωση των ατόμων» μέσω της διαρκούς ταξινόμησης, παρακολούθησης, μέτρησης και κανονικοποίησης της προσωπικότητας τους. Στα πλαίσια του η πειθαρχική εξουσία λειτουργεί με δύο τρόπους: τη μορφή της δυαδικής αξιολόγησης, καταγραφής και κανονικοποίησης των ατόμων (τρελός – μη-τρελός, φυσιολογικός – μη-φυσιολογικός, επικίνδυνος – ακίνδυνος, κλπ) και τη μορφή του «καταναγκαστικού προσδιορισμού» Η καταγραφή, η συλλογή των πληροφοριών είναι σημαντική για την επιτήρηση και τη διοικητική αποτελεσματικότητα και διατήρηση της εξουσίας. (Robins & Webster 1999: 92, Giddens να δω σε πρώτο κεφάλαιο)
Η παγκοσμιοποίηση ως διαδικασία ροών δεδομένων αποτελεί το πολύπλοκο περιβάλλον στο οποίο προσαρμόζουν τις λειτουργίες τους οι μηχανισμοί επιτήρησης. Η προσαρμογή αυτή γίνεται προς δύο κατευθύνσεις: α) προς το μακροεπίπεδο της επιτήρησης των ροών σε παγκόσμιο επίπεδο και β) προς το μικροεπίπεδο των ροών σε τοπικό επίπεδο φτάνοντας στο νανοεπίπεδο των σωμάτων των υποκειμένων. «Στις παγκόσμιες καταστάσεις η επιτήρηση απλώνεται, ώστε να γίνονται ολοένα και περισσότερο πράγματα σε απόσταση. Αντιπροσωπεύει ένα είδος απομακρυσμένου ελέγχου που είναι έμφυτος στην παγκοσμιοποίηση. Όσο οι παγκόσμιες ροές της τεχνολογίας, της πληροφορίας, των ανθρώπων, των εικόνων και των συμβόλων αυξάνεται σε όγκο, τόσο η επιτήρηση αναπτύσσεται για να ιχνηλατεί και να παρακολουθεί αυτές τις κινήσεις.» (Davis Lyon 2001:89) Η επιτήρηση επομένως ακολουθεί τη συναρμογή παγκόσμιων και τοπικών αλληλοδράσεων μεταξύ των συστημάτων σε αυτό που o Robertson έχει αποκαλέσει glocalization. (Robertson 1994) Έτσι τόσο στο επίπεδο της επιτήρησης της εργασίας όσο και σε αυτό της κατανάλωσης, ρέουν δεδομένα, διασχίζοντας τα παραδοσιακά σύνορα και παγκοσμιοποιώντας το χώρο των ροών αν και η υλοποίηση, σωματοποίηση και εσωτερίκευση αυτών των μηχανισμών γίνεται τοπικά
Από την άλλη πλευρά η κουλτούρα και κοινωνία του ρίσκου αναγκάζει τα συστήματα επιτήρησης α) να ιχνηλατούν τις παρελθοντικές κινήσεις των υποκειμένων και β) να προσπαθούν να προβλέψουν τις μελλοντικές ροές πληροφορίας. (Davis Lyon 2001:89, 122) Η διαδικασία οργάνωσης της επιτήρησης σε παγκόσμιο-τοπικό επίπεδο αλλά και η επέκταση της στην πρόβλεψη των μελλοντικών ροών δεν οδηγεί σε ένα παγκόσμιο πανοπτικό. «Η παγκόσμια επιτήρηση υπάρχει στους νέους χώρους των ροών, στα κανάλια και τα δίκτυα. Η εξουσία είναι ζωτική σε μία τέτοια επιτήρηση αλλά είναι αποκεντρωμένη…» (Davis Lyon 2001:90) Ουσιαστικά η εξουσία καθοδηγείται από αυτούς οι οποίοι ελέγχουν τους διακόπτες στα κομβικά σημεία των μητροπολικών δικτύων.
Η προκαταστολή και η πρόβλεψη της δυνητικά εγκληματικής συμπεριφοράς βασίζεται σε όλες τις κοινωνικές θεσμοποιήσεις του κυβερνοπτικού όπως αυτές διαμορφώνονται στα πλαίσια της κοινωνίας σε βιολογικό (βιομετρική καταστολή), ψυχολογικό (ψυχομετρία), κοινωνικό (συστήματα επιτήρησης προσομοίωσης), πολιτισμικό επίπεδο. Η σύζευξη βιολογικών, τεχνολογικών, και κοινωνικόψυχολογικών μεθόδων παρατήρησης, μέτρησης και καταστολής της συμπεριφοράς, δεν αποτελούν τίποτα άλλο από το θρίαμβο του κυβερνητικού ελέγχου πάνω στον άνθρωπο. Θα λέγαμε ότι η εξουσία μεταλλάσσεται από μία εξουσία πάνω στα επιμέρους κοινωνικά και/ή ψυχικά συστήματα σε μία εξουσία στο σύνολο του βιόκοσμου (Habermas) ή αλλιώς σε μία βιοπολιτική της νανοεξουσίας (νανοτεχνολογία-νανορομποτική νανοέλεγχος). Ήδη από το 17ο αιώνα η εξουσία διαμορφώνεται από δύο πόλους οι οποίοι δεν είναι αντιθετικοί. Ο ένας πόλος έχει ως κεντρικό σημείο το σώμα σαν μηχανή: «το ντρεσάρισμα του, την αύξηση των ικανοτήτων του, την απόσπαση των δυνάμεων του, την ανάπτυξη του μέσα σε αποτελεσματικά και οικονομικά συστήματα ελέγχου» και εντάσσονται στην ανατομικο-πολιτική του ανθρώπινου σώματος, η οποία εξασφαλίζεται από τους επιστημονικούς κλάδους. Ο άλλος πόλος αναπτύσσεται από τα μέσα του 18ου αιώνα και έχει ως κεντρικό σημείο του το σώμα- είδος «το σώμα που διασχίζεται από τη μηχανική του ζώντος και που χρησιμεύει σαν στήριγμα στις βιολογικές διαδικασίες: πολλαπλασιασμός, γεννήσεις, και θνησιμότητα, επίπεδο υγείας…. η ανάληψή τους γίνεται με μία ολόκληρη σειρά από επεμβάσεις και ρυθμιστικούς ελέγχους: μία βιοπολιτική του πληθυσμού.» Η χειραγώγηση των σωμάτων και η διαχείριση της ζωής γίνεται το σύμβολο της κυρίαρχης εξουσίας που ο Φουκώ αποκαλεί βιοεξουσία (Foucault 1982: 170-1)
Ο Mark Poster παρατηρεί ότι «ο Foucault δεν ακολουθεί μέσω μίας θεωρίας της δύναμης τους Λόγου, όσο μέσω της διακήρυξης της μέσω των διάσημων ιστοριών της τιμωρίας και της σεξουαλικότητας. Ο Λόγος (discourse) αποκαλύπτει τη Δύναμη του θέτοντας το υποκείμενο σε σχέση με τη δομή της κυριαρχίας με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές οι δομές δρουν πάνω του/ της. Η δύναμη του πανοπτικού δεν βρίσκεται απλά σε ένα (υποτιθέμενα) υπερ-παρατηρητή φρουρό. Εκδηλώνεται μάλλον με τέτοιο τρόπο ώστε ολόκληρος ο Λόγος και η πρακτική του συστήματος να πιέζει, θεσμίζοντας το υποκείμενο ως εγκληματικό και να το κανονικοποιεί σε μία επανένταξη ή όπως πίστευε ο Bentham σε μία ηθική αναδιαμόρφωση. Για τον Poster οι βάσεις δεδομένων των υπολογιστών φέρνουν τις αρχές του πανοπτικού από τη φυλακή μέσα στην κοινωνία για να εγχειρίσουν ως ένα ‘υπερπανοπτικό’, αναδιαμορφώνοντας για μία ακόμα φορά το υποκείμενο.» Για τον Poster οι βάσεις δεδομένων είναι διαμορφώσεις της γλώσσας (configurations of language) (Davis Lyon 2001:114-5)
Στην παραδοσιακή πανοπτική εξουσία η τιμωρία των παρεκλίνουσων συμπεριφορών αναγάγουν τις πράξεις και τις ατομικές συμπεριφορές σε ένα σύνολο που είναι ταυτόχρονα: πεδίο σύγκρισης, χώρος διαφοροποίησης, θεμελιακή αρχή ενός κανόνα που πρέπει να τηρείται. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η «τέχνη της τιμωρίας» διαφορίζει τα άτομα τόσο στη βάση των ατομικών τους χαρακτηριστικών όσο και σε σχέση με τον γενικό κανόνα, ο οποίος λειτουργεί ως αφετηρία μίας πράξης, ως μέσο τήρησης μίας ενδεδειγμένης συμπεριφοράς, και ως βέλτιστο όριο. Το όριο αυτό οδηγεί την τιμωρία στην ποσοτική μέτρηση και ιεράρχηση των ικανοτήτων, του επιπέδου και της φύσης των ατόμων σε μία ταξινόμηση. Μέσω αυτής της ταξινόμησης εξαναγκάζει σε συμμόρφωση και προσομοίωση των συμπεριφορών, χαράσσοντας τα αυτοποιητικά όρια που προσδιορίζουν τη διαφορά σε σχέση με το μη- κανονικό αποκλείοντας τους παραβάτες. Έτσι η κανονικοποίηση των ατόμων διέρχεται μέσω της σύγκρισης, της διαφοροποίησης, της ιεραρχίας, της συμμόρφωσης και του αποκλεισμού των ατόμων. (Foucault 1989: 242-3)
Στην κοινωνία του ρίσκου η τέχνη της τιμωρίας μετατρέπεται σε τέχνη της πρόληψης των δυνητικών κινδύνων και αποτροπής των υποκειμένων από την παραβατική συμπεριφορά. Τα πέντε στάδια της κανονικοποίησης μεταλλάσσονται στα πλαίσια των κυβερνητικών τεχνικών της σύγχρονης εξουσίας και ψηφιοποιούνται σε συσσωρευμένες πληροφορίες τεράστιων βάσεων δεδομένων. Οι βάσεις δεδομένων των προσώπων «συνδέουν σύμβολα ταυτοποίησης (identifying symbols) όπως αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης, της κυβέρνησης με διακριτές εγγραφές – αρχεία προνομίων ή πληρωμής φόρων. Στην περίπτωση των εταιρειών γίνονται εγγραφές –αρχεία των αγορών και άλλων συναλλαγών ώστε να δημιουργείται μία εικόνα της νόμιμης συμμόρφωσης ή των αγοραστικών συνηθειών. Το υποκείμενο πολλαπλασιάζεται και αποκεντρώνεται στη βάση δεδομένων, δρώντας μέσω απομακρυσμένων υπολογιστών κάθε φορά που μία εγγραφή επαληθεύεται αυτόματα ή ελέγχεται απέναντι σε μία άλλη, χωρίς καν να αναφέρεται στο άτομο που αφορά. Η βάση δεδομένων ως γλώσσα εκτελεί συγκεκριμένες δράσεις. Οι υπολογιστές γίνονται ‘μηχανές για την παραγωγή ανακτώμενων ταυτοτήτων’ (Poster).» (Davis Lyon 2001:115, 121 κ.α)
Ενδεικτική είναι η συνεργασία USA UK η οποία απλώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι γνωστή ως Comint (communications intelligence). Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο ξοδεύονται 15-20 δις Ευρώ από τις ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία Καναδά και άλλες τριάντα χώρες σε όλο τον κόσμο. Σκοπός της Comint είναι πρόσβαση σε κάθε μορφή επικοινωνίας σε πολλές χώρες στον κόσμο. Από το 1990 η επιτήρηση των επικοινωνιών επεκτάθηκε και στο διαδίκτυο. Το σύστημα εξελίχθηκε τελικά στο γνωστό μας ECHELON (Davis Lyon 2001:94-6) Στη δεκαετία του 90 η NSA και μία σειρά εταιρειών όπως η Lotus, Microsoft, Netscape, συμφωνούν να μειώσουν το επίπεδο της ασφάλειας του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των διαδικτυακών συστημάτων 97) ….. Συνεχίζεται……