Οι δύο blogoφιλες θέτουν δύο βασικά ζητήματα όσον αφορά την ανάδυση του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Ζήτημα πρώτο οι βαθμοί ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού των υποκειμένων, που συμμετέχουν στη θέσμιση του σχολείου.
Ζήτημα δεύτερο η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και αναπαραγωγή της γνώσης σε συνθήκες ρίσκου.
Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα η γνώμη μου είναι ότι αν θέλουμε να μεταμορφώσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα σε ένα πεδίο ελευθεριακών καταστάσεων, οφείλουμε πρώτα να μεταμορφώσουμε την προσέγγιση μας απέναντι στο ζήτημα της ελευθερίας.
Η παραδοσιακή θεωρία προσεγγίζει την ελευθερία στη βάση της σύγκρουσης ανάμεσα σε καλό και κακό, κατώτερους και ανώτερους, ελεύθερους και σκλάβους, αλλοτριωμένους και μη, αστούς και εργάτες, κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Σε όλες τις προσεγγίσεις η ελευθερία ορίζεται τελικά ως η συνισταμένη των δυνάμεων σύγκρουσης. Η άποψη μου τείνει να βλέπει την ελευθερία ως μία κατάσταση η οποία αναδύεται και δεν ανάγεται σε κάποια υπεριστορικά αίτια. Δηλαδή η ελευθερία είναι μία διαρκής κατάσταση συγκρούσεων και συναινέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές συνθήκες και τους φορείς της δράσης, οι οποίες δεν αθροίζονται σε ένα συγκεκριμένο επίσης υπεριστορικό αποτέλεσμα – ουτοπία, παράδεισος, σοσιαλισμός…
Η σχέση ανάμεσα στους φορείς της δράσης (στο σχολείο αυτοί είναι: οι μαθητές, οι καθηγητές, οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι προϊστάμενοι της εκπαίδευσης, οι δομές του εκπαιδευτικού συστήματος, η πολιτική ηγεσία, οι παράλληλοι στο σχολείο θεσμοί – φροντιστήρια κλπ κλπ, κλπ) δεν είναι ούτε ελεύθερες ούτε ανελεύθερες. Οι φορείς της δράσης σε κάθε στιγμή επιλέγουν – ακόμα και στα πλαίσια των πλέον αυταρχικών θεσμών – την προσωπική τους πορεία μέσα στα δίκτυα της ενδοσχολικής επικοινωνίας. Για παράδειγμα η αδιαφορία ενός μαθητή για το μάθημα της κοινωνιολογίας είναι μία επιλογή, η οποία απορρέει από τις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά δεν καθορίζεται από αυτές… Η ευθύνη της αδιαφορίας πρέπει να αναζητηθεί τόσο στην πλευρά του μαθητή όσο και στην πλευρά του θεσμού…. όταν η επικοινωνία αποτυγχαίνει το πρόβλημα τοχουν και τα δύο μέρη…. όμως κατά τη γνώμη μου η αδιαφορία του μαθητή είναι ελευθερία (μπορεί να μην μαρέσει, να με προσβάλει, να με αποτελειώνει) στο βαθμό που είναι επιλογή του.
Επομένως η ελευθερία στην άποψη δε συνδέεται με κάποιες “αλήθειες” απαράβατες και ανιστορικές αλλά με τη δυνατότητα των ατόμων να επιλέγουν χωρίς να δημιουργούν πρόβλημα στην επικοινωνία.
Τώρα από τα προηγούμενα ίσως αναδείχτηκε η πολυπλοκότητα του σχολικού θεσμού. Η πολυπλοκότητα παράγει ένα περιβάλλον αβεβαιότητας αλλά και εναλλακτικών επιλογών για τα υποκείμενα.
Η αβεβαιότητα έχει να κάνει με την αδυναμία των υποκειμένων να προβλέψουν τη μελλοντική εξέλιξη των επιλογών τους, ενώ οι πολλές εναλλακτικές επιλογές στα σταυροδρόμια της ζωής του αυξάνουν τόσο την ελευθερία των επιλογών όσο και την αβεβαιότητα. Το ρίσκο είναι ακριβώς η αβεβαιότητα αλλά και η δυνατότητα επιλογής διαφορετικών δρόμων. Στο σημείο αυτό διαχωρίζω τη θέση μου από εκείνες τις αντιλήψεις, οι οποίες θεωρούν το ρίσκο ως πηγή ανασφάλειας και κινδύνου για τα υποκείμενα. Το ρίσκο είναι μία κατάσταση όπου κίνδυνος και ελευθερία συνυπάρχουν και συνδέονται με την ομορφιά της δημιουργίας. Ο κίνδυνος μίας άποψης που αναδεικνύει την αβεβαιότητα σε κυρίαρχο ζητούμενο της εκπαίδευσης ουσιαστικά αναπαράγει την κυρίαρχη κουλτούρα του ρίσκου, όπως αυτή παράγεται στο σύγχρονο κόσμο των δικτύων. Η πολιτική διαχείρισης του ρίσκου στο σύγχρονο κόσμο αυξάνει την επιτήρηση και τους μηχανισμούς μείωσης της ελευθερίας επιλογών των ατόμων, όπως αναλύω και στη θεωρία μου για το κυβερνοπτικό. (κάμερες, έλεγχος του DNA, παρακούθηση όλων των επικοινωνιακών σχέσεων των ατόμων, κλπ )
Επομένως το αμέσως επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι: πώς δημιουργούμε ελεύθερα γνώση;